- γαζωτός
- -ή, -όαυτός που έχει περαστεί με γαζί, ο γαζωμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαζωτός — ή, ό [γαζώνω] 1. ραμμένος με γαζί, γαζωμένος 2. κεντητός … Dictionary of Greek